τρυφερόκαρδος

τρυφερόκαρδος
ο мягкосердечный человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τρυφερόκαρδος" в других словарях:

  • τρυφερόκαρδος — η, ο, Ν αυτός που έχει τρυφερή καρδιά, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + καρδος (< καρδιά), πρβλ. καλό καρδος] …   Dictionary of Greek

  • τρυφερόκαρδος — η, ο που έχει τρυφερή καρδιά, ευαίσθητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»